- περδικοτροφεῖον
- περδικοτροφεῖονpartridge-coopneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περδικοτροφείον — τὸ, Α [περδικοτρόφος] τόπος όπου εκτρέφονται πέρδικες … Dictionary of Greek
περδικοτροφείων — περδικοτροφεῖον partridge coop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)